Σύμφωνα με νέα μελέτη ο επαναληπτικός διακρανιακός μαγνητικός ερεθισμός (rTMS) βελτιώνει τη μνήμη, ενεργοποιώντας ένα δίκτυο περιοχών στην επιφάνεια του εγκεφάλου που αλληλεπιδρούν με βαθύτερα κέντρα της μνήμης, όπως o ιππόκαμπος.
Ενώ το rTMS χρησιμοποιείται στην ψυχιατρική και έχει έγκριση από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) για τη θεραπεία της κατάθλιψης, σύμφωνα με νεότερα ευρήματα έχει δυνητικά σημαντικές επιδράσεις σε νευρολογικά κυκλώματα – αποτελώντας ένα μέσο χειρισμού της πολύ σημαντικής και βαθύτερης ιπποκάμπιας δομής, χωρίς χειρουργική επέμβαση.
«Κανείς έως τώρα δεν έχει στοχεύσει με rTMS αυτό το δίκτυο των περιοχών που σχετίζονται με τη μνήμη», αναφέρει ο συγγραφέας Joel Voss, PhD, στο Medscape Medical News. «Το σκεπτικό στην rTMS έρευνα ήταν ότι κανείς μπορεί να επιδράσει μόνο σε επιφανειακά τμήματα του εγκεφάλου ερεθίζοντάς τα άμεσα, καθώς το ηλεκτρικό ρεύμα δεν πάει πολύ βαθιά», ανέφερε ο Dr Voss, αναπληρωτής καθηγητής της ιατρικής κοινωνικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Northwestern Feinberg School of Medicine στο Σικάγο, Ιλινόις. «Αλλά δοκιμάσαμε αν ο ερεθισμός σε περιοχές κοντά στην επιφάνεια του εγκεφάλου που επηρεάζονται σε διαταραχές της μνήμης, μπορεί να επιφέρει αλλαγές στη λειτουργία του ευρύτερου δικτύου του ιπποκάμπου και είδαμε ότι αυτό συμβαίνει πραγματικά».
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στην έκδοση της 29ης Αυγούστου του περιοδικού Science. Στη μελέτη συμμετείχαν 16 υγιείς ενήλικες, ηλικίας 21 έως 40 ετών, που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με rTMS για 20 λεπτά την ημέρα κατά τη διάρκεια 5 ημερών.
Πριν από τη θεραπεία, οι ασθενείς αξιολογήθηκαν σε κατάσταση ηρεμίας με λειτουργική MRI (fMRI) για να προσδιορισθεί η θέση του πλάγιου βρεγματικού φλοιού (μέρους του φλοιώδους-ιπποκάμπιου δικτύου), η οποία υποθέτουμε ότι είναι περιοχή μνημονικής συνδεσιμότητας και το σήμα του rTMS ήταν στοχευμένο με βάση τη θέση αυτή.
Σε σύγκριση με τις συνθήκες ελέγχου, οι οποίες περιελάμβαναν υπo-ουδικής έντασης νευρικό ερεθισμό, οι μετά τη θεραπεία εκτιμήσεις με fMRI, που έγιναν 24 ώρες μετά την τελευταία διέγερση, έδειξαν σημαντικά μεγαλύτερες βελτιώσεις στη συνδεσιμότητα σε σχέση με την αρχική μέτρηση, σε 4 περιοχές που είναι γνωστό ότι συνδέονται με τον ιππόκαμπο: στο προσφηνοειδές λόβιο της έσω επιφάνειας του βρεγματικού λοβού, στον ατρακτοειδή- παραϊπποκάμπιο φλοιό, στον ανώτερο βρεγματικό φλοιό και στον αριστερό πλάγιο βρεγματικό φλοιό.
Επιπλέον, σε δοκιμασίες μνημονικής ανάκλησης, οι συμμετέχοντες έδειξαν αντίστοιχες βελτιώσεις, 24 ώρες μετά τη θεραπεία, σε σχέση με την αρχική μέτρηση, που ήταν σημαντικά μεγαλύτερες σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου (Ρ = .008). Οι συμμετέχοντες που παρουσίασαν μεγαλύτερες αλλαγές στην fMRI όσον αφορά στη συνδεσιμότητα των περιοχών που προαναφέρθηκαν, έδειξαν αντίστοιχα και μεγαλύτερη βελτίωση της μνήμης.
«Τα ευρήματα της μελέτης για βελτίωση της μνήμης 24 ώρες μετά τη θεραπεία είναι ιδιαίτερα αξιόλογα και ενθαρρυντικά, όσον αφορά τις πιθανές θεραπευτικές εφαρμογές σε άτομα με προβλήματα μνήμης», όπως ανέφερε ο Dr Voss. Σύμφωνα με τον ίδιο, «… το συναρπαστικό εύρημα είναι ότι τώρα που ξέρουμε ότι μπορούμε να επέμβουμε δραστικά σε αυτό το δίκτυο μνήμης, μπορούμε να εξετάσουμε διάφορες διαταραχές, όπως εγκεφαλικά επεισόδια, ήπια γνωστική εξασθένηση, τραυματική εγκεφαλική βλάβη ή ακόμα και σχιζοφρένεια και να δούμε τον βαθμό στον οποίο αυτό μπορεί να είναι σε θέση να βελτιώσει τα συμπτώματα και να έχει επίδραση στη μνήμη των ασθενών».
Σύμφωνα με το νευρολόγο Daniel C. Potts, MD, μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα, Tuscaloosa, η παραπάνω έρευνα ανοίγει νέους δρόμους για το ρόλο του rTMS στη μνήμη.
Όπως ο ίδιος αναφέρει, «επειδή η παθοφυσιολογία της νόσου του Alzheimer επηρεάζει αρνητικά τη δομή του ιπποκάμπου και τη λειτουργία του, μπορούμε ίσως να ισχυριστούμε ότι τα εναπομείναντα τμήματα ιστού ιππόκαμπου θα μπορούσαν πιθανώς να συμπεριληφθούν στα κυκλώματα που εμπλέκονται στη διαδικασία της μνήμης, με σκοπό τη διατήρηση και βελτίωση της μνημονικής λειτουργίας. Ελπίζουμε ότι αυτό θα συμβεί και αναμένουμε να αποδειχθεί και στην πράξη».
Πηγή: Medscape Medical News (Science. 2014;345:1054-1057. Abstract)